Τρίτη 19 Απριλίου 2016

Μια τσάντα με λίγη ελπίδα, θύμισες και τα συμπαρομαρτούντα


Πολλές φορές γυρνώντας απτη δουλειά η μάνα μου εξακολουθεί να με ρωτάει το ίδιο πράγμα:
 -Μα τι κουβαλάνε μαζί τους;
-Τιποτα ρε μαμά.Μια τσάντα ίσως.
-Μα τίποτα; Πως τίποτα; Μια τσάντα; Τι να χωρέσει μια τσάντα; Δηλαδή εννοώ τα πράγματα τους, τι πήρανε απο κει; τίποτα;

Μου χει βάλει να φάω. Χαμογελάω και τρώω βιαστική και τη βλέπω ετσι σκεπτική να με κοιτάει να τρώω. 'Μια τσάντα μόνο' της ξαναλέω μπουκωμένη. Και θυμάμαι ενα βιβλίο του γλυκού μου του μπαμπά, το Αριάγνη του Τσίρκα. Ο μπαμπάς είχε γράψει στη πρώτη σελιδα ενα αγαπημένο του απόσπασμα απτο βιβλίο σα να θελε να προδιαθέσει τον αναγνώστη.
Είχε γραψει στο περίπου..''Και νομίζετε πως παίρνοντας τα πράγματα απο κει σώσατε τους ερωτες και τις λύπες και οσα ζησατε.Τιποτα δε σωσατε. Γιατι θα τα ζεσταίνει άλλος ήλιος...''  Κάπως έτσι έλεγε..

''Η Αριάγνη τον κοιτούσε με τα μαύρα μάτια της και δεν έλεγε τίποτα. Μάτια που σε κοιτούνε και δε σαλεύουνε. Μάτια που μαλώνουνε. Η βροχή δυνάμωσε κι ο κόσμος σκοτείνιασε. Το παιδί με την προβιά. Θα του κόψει τουλάχιστο να χωθεί σε καμιά πόρτα για να μη βρέχεται; Αχ, παιδί μου Σταμάτη, αχ Καλλιόπη και Ουρανία, αχ κύρη τους εσύ που τους τα έμαθες αυτά. Γιατί γουμάρια; Γιατί κουρμπάτσι; Εκεί που είναι ο πόνος κι ο ιδρώτας και τα δάκρυα, εκεί δεν είναι ο άνθρωπος; Γιατί λοιπόν σκάβετε ένα χαντάκι και χωρίζεστε; Πού θα σας βγάλουν αυτά τα μυαλά; Τρέμω. Θα 'θελα να μη ζω. Να μη δούνε τα μάτια μου. Θα έρθει μέρα. Βλέπω κόσμο να στριμώχνεται στις προκυμαίες με βουνά γύρω τους τις βαλίτσες και τους μπόγους και τα στρώματα.* Και πίσω τους τάφοι γονιών, προγόνων, τάφοι μικρών παιδιών αφημένοι στο έλεος του Θεού. Δίχως καντήλι, δίχως έναν κουβά νερό να ξεδιψάσουν τα κόκαλά τους. Κι όλο το μόχθο, τις γιορτές, τις αγκούσες,16 πενήντα, ογδόντα, εκατό χρόνων, να θαρρείτε πια πως τις παίρνετε μαζί σας γιατί καρφώσατε όπως όπως μέσα σε σανιδένια μπατάλικα σεντούκια τα έπιπλα και το ρουχισμό και τα σκεύη σας και τίποτε θυμητικά μικροπράγματα. Και θα νομίζετε πως μια και κουβαλήσατε τα πράματα σώσατε μαζί τους τη χαρά και τους έρωτες και τις ελπίδες και τα μεθύσια. Τίποτα δε σώσατε. Μόνο άψυχα πράματα που κάποτε σταθήκαν μάρτυρες. Θα τα στήσετε κάτω από άλλον ουρανό και θα δείτε πως δε θα σας μιλούν, δε θα σας λένε αυτά που περιμένετε. Γιατί θα τα ζεσταίνουν άλλα χνώτα, άλλα βλέμματα, άλλες φωνές. Μη χάνεστε κι ακούστε που σας λέω. Μια ζωή που έζησες, την έζησες, δεν τη βρίσκεις αλλού. Γιατί την έζησες μέσα σε μυρουδιές, μέσα σε φώτα, μέσα σε ήλιους και βροχές, μέσα σ' ανθρώπους. Κι αυτά όλα θα μένουν πίσω σου και θα τ' αναζητάς. Θα τριγυρίζετε σαν άταφοι νεκροί που ζητούν ένα λάκκο να πέσουν μέσα να ξεκουραστούν. Και τα γουμάρια και το κουρμπάτσι θα βρίσκονται πίσω σας μίλια και σεις πια μήτε θα τα θυμόσαστε. Εγώ, θα λέτε, να ξεραθεί το στόμα μου αν είπα ποτέ τέτοιο λόγο. Μα τον είπατε, είναι γραμμένος στον αέρα, πάνω στους τοίχους των σπιτιών, μέσα στις φυλλάδες που βγάζατε. Και τούτοι οι άνθρωποι, όσο πονετικοί κι αν είναι, πώς θέτε να τον ξεχάσουνε; Θα τον θυμούνται και θα σας τον θυμίζουνε και σεις θα μετανοιώνετε πικρά. Γι' αυτό σας λέω μη, μη όσο είναι καιρός.

Θα λέτε: μάνα, και τούτη τη λεκάνη, πίσω μας θα την αφήσουμε; Να σας πω για τη λεκάνη. Το άσπρο σμάλτο της από μέσα είναι τσουκαρισμένο στον πάτο, μια μαύρη ξεγδαρματιά που μεγαλώνει με τα χρόνια, γι' αυτό θέλει προσοχή στο σαπούνισμα. Έτσι την αγόρασα, μισοτιμής. Αυτού μέσα έπλυνα τα μωρουδιακά σας, από Μιχάλη ως Νίκο, τριάντα χρόνια, μάλιστα. Πώς θαρρείτε πως στήνεται νοικοκυριό άμα ζεις μεροδούλι μεροφάι; Αυτό που αγοράζεις κόβοντας απ' το ψωμί σου, το καμαρώνεις, το προστατεύεις, γαντζώνεσαι πάνω του. Και το κουβαλάς, απ' το ισόγειο της Μπαλάξα στο μονόροφο του λαβύρινθου με τα πολλά καφασωτά κι από κει εδώ, κι από δω ποιος ξέρει πού, με τα μυαλά που πηγαίνετε. Ακούς εκεί, γουμάρια! Δεν τη θυμάστε φαίνεται τη λεκάνη γεμάτη ως τη μέση με το αίμα της Ουρανίας. Τη θυμάστε; Ήτανε νύχτα του Οχτώβρη, ζεστή. Το κοριτσάκι από τ' απόγεμα, σα γύρισε από το σκολειό, παραπονιόταν: Ένα βάρος, μαμά, στο κεφάλι μου. Τη βάλαμε κάτω και πλάγιασε νωρίς. Θατανε εννιά, θάτανε δέκα; Ο ποδηλατάς κάτω είχε στήσει το τάβλι στο φως της ασετυλίνης κι έριχνε μόνος τα ζάρια για να γυμνάζεται. Μαμά, φωνάζει η Ουρανία, έλα να δεις. Είχε ανοίξει η μύτη της, τα μαξιλάρια κόκκινα, το νυχτικό της έσταζε. Δεν είναι τίποτε, είπαμε, θα ξεθυμάνει ο πονοκέφαλος. Μα το αίμα έτρεχε βρύση, φέραμε το κοριτσάκι στο αντρέ, φέραμε τη λεκάνη και πιάσαμε τα ξίδια και τα μπαμπάκια. Σκύψε, παιδί μου, μέσα, όχι, όχι, καλύτερα πίσω το κεφάλι σου. Τι γάζες, τι μαντίλια γέμισε. Βρε Μιχάλη, λέω του μεγάλου, η βάρδια του πατέρα σου ακόμη δεν τελείωσε. Πετάξου σ' ένα τηλέφωνο και πες του να φέρει αμέσως γιατρό. Γιατρό, νύχτα, στο σπίτι; Έβαλε τα κλάματα ο Σταμάτης και πίσω του το Καλλιοπάκι. Η Ουρανία ήτανε σαν το πανί, σκυμμένη πάνω απ' τη λεκάνη, δεν ήθελε πια να γέρνει πίσω, γιατί το αίμα κατέβαινε στο στομάχι της και την αναγούλιαζε. Κι ο Μιχάλης ξεχρόνιζε. Πάει, το χάνω το παιδί, λέω μέσα μου. Βαστάτε της το κούτελο, τους λέω και πάω στα εικονίσματα. Έπεσα χάμω και χτυπούσα το κεφάλι στο πάτωμα. Παναγίτσα μου, έλεγα, όχι αυτό, είναι αθώο και τ' αγαπάει τόσο τα γράμματα. Και στο ράψιμο είναι καλό και τ' αδέρφια της τα πονάει κι είναι η αδυναμία του κύρη της. Μαμά, μου φωνάζουνε, τα χέρια της πάγωσαν. Κι ο Μιχάλης ξεχρόνιζε. Κι έφτασε κάποτε και νόμισα πως έφτασε ο Μεσσίας. Μα τι μου λέει; Ο πατέρας δεν πήγε απόψε καθόλου στη δουλειά. Ω, συμφορά, ω, ανάθεμα σ' αυτόν που έβγαζε τις τράπουλες. Κάνω έτσι κι όταν είδα τη λεκάνη γεμάτη στα μισά, μου ήρθε σαν τρέλα. Μπα, λέω, αδύνατο τόσο αίμα να είναι του παιδιού, θα 'χε τελειωσει. Αυτό είναι ξινισμένο κρασί απ' τη νταμιζανίτσα του μπαλκονιού. Το παιδί χάνεται, Αριάγνη! Άνοιξα τα παράθυρα. Σώστε, χριστιανοί, το χάνω μέσα από τα χέρια μου, φωνάζω. Από κάτω, κάτι μου λέγανε. Σκύβω, ήταν ο Γιούνες μ' εκείνο το σερσέμη τον πιανίστα το Γερμανό και χάζευαν το τάβλι του ποδηλατά. -Ομ Μεχάλη, τρέχει τίποτα;- Βρε Γιούνες, του λέω, σώσε, το παιδί μου τελειώνει. Ώσπου να το πω ήταν απάνω. Πλατς, πλατς χτυπούσαν τα γυμνά του πόδια στα πέτρινα σκαλοπάτια. Μια και δυο τη σήκωσε στα χέρια και δρόμο κάτω. Πίσω ο Μιχάλης με το παλτουδάκι της, για να τη σκεπάσει. Ξοπίσω τους εγώ με τις παντόφλες και τη νυχτικιά. Πού την πάει; Τρέχα με σαν τρελοί και δεν τον προφταίναμε. Κι από πίσω μας ο μαχαλάς ξεσηκωμένος να ρωτάει: Μα τι γίνηκε, φονικό; Ποιος είχε καιρό να τους εξηγήσει. Όταν φτάσαμε στη Μπουστάνι, τον χάσαμε. Αριστερά, πήρε την Νταουαουίν, μας λέει ένας περαστικός. Κατάλαβα, την πήγαινε στο φαρμακείο που διανυχτέρευε, αντίκρυ στο σαράι του Πασά. Την είχαν κιόλας ξαπλωμένη στο μουσαμαδένιο κρεβάτι. «Ψυχραιμία, κυρία μου», έλεγε ο φαρμακοποιός. «Μην κάνετε έτσι. Τώρα θα φτάσει ο γιατρός. Ευτυχώς κατοικεί από πάνω μας. Πήγε να τον φωνάξει. Μα πού το βρήκατε τέτοιο θηρίο; Κοιτάξτε πώς την έσπασε την πόρτα μου. Αφού τον είδα και του φώναξα έρχομαι, ήταν ανάγκη να την κλωτσήσει; Ποιος θα πληρώσει τώρα τα τζάμια;» Με το γιατρό άλλο ζήτημα. Τον κατέβασε με τις πυτζάμες. Και τον κρατούσε από το σβέρκο μπας και του φύγει. Μα εκεί το παράκαμνε. Γιατί ο γιατρός ήταν ένας καλότατος άνθρωπος. Μικροκαμωμένος, με μούσι, μιλούσε φαρσί τα ελληνικά, αν κι ήτανε Σαμλής ή κάτι τέτοιο. - Βρε, Γιούνες, του λέω, κατέβασε τα χέρια σου απ' το γιατρό, δεν ντρέπεσαι; - Ομ Μεχάλη, μού κάνει, άσε με να τελειώσω τη δουλειά κι ύστερα δείρε με.

Έτσι το σώσαμε το κοριτσάκι. Κι όταν γυρίσαμε σπίτι με τ' αμάξι που μας έφερε ο Γιούνες, και την πλαγιάσαμε στο κρεβάτι κι αποκοιμήθηκε, είδα τη λεκάνη πάνω στο τραπέζι: Θε μου, είπα, αυτό είναι το αίμα του παιδιού μου, πώς να το χύσω στο νεροχύτη; Μα κι αυτό το έκανα κι όταν γύρισε ο κύρης της, ξημερώματα πια, το σπίτι ήτανε συγυρισμένο κι όλα τα παιδιά κοιμόντουσαν σα να μην είχε γίνει τίποτα. - Το γουμάρι, του κάνω, ο ξιπόλητος, που λες καμιά φορά, έσωσε το παιδί μας απόψε. - Ποιος, τι; Κι όταν του τα είπα με το νι και με το σίγμα, τι γυρίζει και μου κάνει; - Κι άφησες αυτόν τον βρωμάραπα να πάρει στην αγκαλιά του το κορίτσι μας; Τη λεκάνη και τα εικονίσματα μπορείτε να τα πάρετε. Ακόμα και το τραπέζι με τον κίτρινο μουσαμά. Και την Ουρανίτσα την ίδια μπορείτε να τη στείλετε αλλού. Μα η νύχτα μέσα στο γαϊδουροκαλόκαιρο, το φως της ασετυλίνης, τους δρόμους και το βουητό του μαχαλά, τα σπασμένα τζάμια και τις μεγάλες φωτισμένες γυάλες με το πράσινο και το κόκκινο νερό, το λαχάνιασμα του Γιούνες, το χαμόγελο του γιατρού, αυτά όλα θα μείνουν πίσω, δεν κλείνονται σε βαγόνια. Και δίχως αυτά τι παίρνετε μαζί σας; Τίποτα!''

Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Ακυβέρνητες Πολιτείες


Κι όμως τα αντικείμενα, άψυχα πράγματι, που μας συνδέουν με ανθρώπους και τόπους που απωλέσαμε καμιά φορά νιώθουμε ότι θα μας μιλήσουν.


ΥΓ: Με αφορμή:
"Έφερα όλα αυτά τα πράγματα από την Τουρκία. Τα είχα στην τσάντα μου, στη βάρκα από την Τουρκία στην Ελλάδα. Χάλασαν λίγο, επίσης βράχηκαν από το νερό της θάλασσας. Τα έφτιαξα όλα όπως το αληθινό αυτοκίνητο, με τη μηχανή, τις πόρτες και το έφτιαξα για να παίζουν μαζί του τα παιδιά και ευχαριστώ τον Αλλάχ. Έγινε ένα πραγματικό αυτοκίνητο και είμαι περήφανος γι’ αυτό. Κοίτα, δουλεύει”. O Mahran Αλί, Κούρδος πρόσφυγας από τη Συρία, παρουσιάζει το τηλεκατευθυνόμενό του στον καταυλισμό στην Ειδομένη.



Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Δεν χορταίνονται οι άνθρωποι.
Μια ζωή και δεν φτάνει.
Χάνεσαι.Χάνονται.Υπάρχουν κάπου.
Και δεν έφτασε αυτό που ζήσαμε.
Ήταν ανεπαρκές.
Ήταν λίγο.
Κι άλλο δεν γίνεται
Πως όμως δεν χορταίνονται οι άνθρωποι
Μια ολόκληρη ζωή δεν θα φτάσει.

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

Αναγκαιότητες

Κι αν άφησα να με ταπεινώσουν ήταν για να σκεπάσω άλλα πράγματα
πιο σκοτεινά.
Ή μήπως κι η σκάλα δε μας πηγαίνει αυτή όπου θέλει!


Σε μια γυναίκα

Θυμάσαι τις νύχτες; Για να σε κάνω να γελάσεις περπατούσα πάνω στο γυαλί της λάμπας.
"Πως γίνεται;" ρώταγες.
Μα ήταν τόσο απλό αφού μ'αγαπούσες.


Τάσος Λειβαδίτης, Σημειώσεις, Ανακάλυψη, Κέδρος, 1990

Σάββατο 16 Απριλίου 2011

εδώ και εκεί


-"Έλα θα περάσουμε ωραία..διακοπές θα κάνουμε ουσιαστικά..ψήσου!".
-"Καλά βρε Νικολό μου θα δούμε..".
Ψήθηκε η Εύη. Ήταν αρκετό.Πήγαμε στο Arad της Ρουμανίας και απομονωμένοι απο τον "πολιτισμό" κάναμε γυμναστικές ασκήσεις και θεατρικά πειράματα 25 περίπου άτομα μέσα σε ένα δάσος στη μέση του πουθενά.Τεράστιοι ξύλινοι σταυροί στο δάσος και τα ουρλιαχτά των σκυλιών τα βράδια.Κατάσταση Blair Witch Project.Να κοιτάω την Εύη που δεν σταματάει να γελάει με τα Ha! του Silviu και να μουρμουράω Μα τι κάνουμε στην άκρη της Ρουμανίας?


Ήταν σαν να ξαναπήγαινα πενθήμερη με το λύκειο με τη διαφορά ότι ήταν πολύ καλύτερα εδώ.Ρουμανία, Ελλάδα, Τουρκία, Σλοβακία και Πολωνία.Όλα τα παιδιά ένα και ένα.Προσωπικότητες.Φιλίες.Καλές φιλίες.Γέλια,"ενδιαφέροντα", φαγητά,ραβασάκια και επικοινωνία σε αγγλικά επιπέδου Α Junior...Ένας μικρόκοσμος.Χρονοδίνη όπου οτιδήποτε έξω απο το exchange δεν υπήρχε.Η μόνη πραγματικότητα ήταν το exchange.Γι'αυτό και όταν επιστρέψαμε μας πήρε μια βδομάδα να προσαρμοστούμε στα παλιά δεδομένα.


Τι περίεργη αίσθηση..Όταν βρίσκεσαι κάπου και περνάς καλά νομίζεις οτι βρίσκεσαι στο κέντρο της γης.Ζεις στο κουτσοχώρι αλλά για σένα είναι το Παρίσι.Όλα γίνονται εκεί.Και δε σε νοιάζει τι γίνεται παραπέρα.Ήταν ωραία για μια βδομάδα χωρίς τηλέφωνα, τηλεόραση και ίντερνετ.Παραπάνω αν μας άφηναν νομίζω θα γυρνούσαμε σα ζαλισμένα κοτόπουλα απο την υπερβολική έκθεση...στη φύση.Γίνεται? Ναι γίνεται.Αν είσαι παιδί της πόλης και έχεις μεγαλώσει στο καυσαέριο και τη φασαρία γίνεται να "χαλάσεις" απο τη φύση.Διότι γυρνάς πίσω έπειτα απο 10 απολαυστικές μέρες αγκαλιά με τα δέντρα και τα ποτάμια και ξαφνικά σε πετάνε πίσω στο καυσαέριο και τη φασαρία.Και λες μαμάκα μου τι είν'τούτο?Πως ζούσα πριν απο μια βδομάδα έτσι? Ε συνήθεια είναι..



.
To δάσος Ceala έξω από το Arad στη Ρουμανία


Τέλοσπάντων,επιστρέφεις στην καθημερινότητα σου και στον "πολιτισμό".Αλλά οι καλές φιλίες που έκανες σε οδηγούν σε καινούρια ταξίδια.Μια εκδρομή στην Κωνσταντινούπολη που ήθελες πάντα να πας.Τέλεια.Δυναμώνεις και την καλή φιλία και βλέπεις μια πόλη χωρίς προηγούμενο.Έχεις μέτρο σύγκρισης αλλά δεν τολμάς να την συγκρίνεις.Ιεροσυλία. Οι δε Τούρκοι φίλοι με τα Ferrero Roche στο χέρι.Μα κύριε Πρέσβη μας κακομαθαίνετε.Δεν μας άφηναν να πληρώσουμε τίποτα.Οθωμανοί Πασάδες.


Ένα πράγμα δεν λέει να μου βγει απο το μυαλό.Τούρκικο Χαμάμ.Κάτι τουρκάλες γιαγιάδες με κρεμασμένα..μαστάρια να σε τρίβουν με σαπουνάδες και να σου κάνουν full απολέπιση και λούσιμο.Και συ να νιώθεις οτι είσαι 2 χρονών μικράκι και η μαμά σου σε έβαλε στη λεκανίτσα και σε πλένει.Αναζωογόνηση. Και κόστος?20 ευρώ.


Εντύπωση μου έκαναν οι έντονες αντιθέσεις της Ρουμανίας και της Τουρκίας.Για να μην γενικεύω συγκεκριμένα του Arad και της Instanbul.Φυσικά δεν συγκρίνονται γιατί είναι διαφορετικές μεταβλητές αλλά ένα στοιχείο διέφερε πολύ.Στο Arad αμέτρητοι οι επαίτες.Και ιδιαίτερα αμέτρητοι αν υπολογίσει κανείς τον μικρό πληθυσμό της πόλης.Πάρα πολλοί.Παντού.Στη δε Instanbul δεν είδα ούτε έναν.Αλλά είδα τα πιο ενδιαφέροντα επαγγέλματα.Ένας τύπος στεκόταν μπροστά από μια ζυγαριά.Ζυγίζεσαι και πληρώνεις ένα ευτελές ποσό.Πολλοί άλλοι πουλούσαν λίγα μύδια με λεμόνι.Μια γιαγιά έπλεκε τερλίκια και είχε απλωμένα τα ήδη πλεγμένα προς πώληση.Ομπρελάδες.Επάγγελμα σε δυσχερείς καιρικές συνθήκες αλλά με σίγουρα λεφτά.Κρατάς στο χέρι 10-15 πλαστικές διαφανείς (κι όχι άλλες) σε διάφορα χρώματα ομπρέλες και βρέχει.Περνάει ο κόσμος και φωνάζεις "Αμπρέλα αμπρέλα αμπρέλα" ασταμάτητα και τις πουλάς 5 τούρκικες λίρες δηλαδή 2,5 ευρώ.Εγώ κι η Εύη μόνο, αγοράσαμε 4. Όχι γιατί θέλαμε να πάρουμε ομπρέλες απ'την Κωνσταντινούπολη!Απλά κάθε φορά που βγαίναμε από το σπίτι ξεχνούσαμε να πάρουμε ομπρέλα και μετά έβρεχε. Μάλλον επάγγελμα με ηλίθιους πελάτες..!Και μετά λούστροι.Πολλοί λούστροι.Με όλα τα σύνεργα και τα υλικά.Και με δουλειά όχι αστεία.Χράτσα χρούτσα με τη βούρτσα και πέφτει το "κασέρι" που λέει κι ο Γιάννης. Και το βράδυ βλέπαμε κάτι τύπους να στέκονται με ένα κουτί μπροστά τους και 2 κουνέλια μέσα.Το μωρό κουνέλι ήταν στο ισόγειο και στον 1ο όροφο η μαμά του.Και διάλεγες ποιο κουνέλι ήθελες να σου πει την τύχη σου..Fortune Rabbits.





Επάγγελμα αξιοθέατο 1 στην Κων/πολη





Επάγγελμα αξιοθέατο 2 στην Κων/πολη



-"Άντε τα είδατε όλα." Όλα?Ποια όλα?Τίποτα δεν είδαμε!Πρέπει να ξαναπάω!Το καλοκαίρι υποσχέθηκα στους Τούρκους φίλους μου να ταξιδέψουμε εκτός Instanbul. Τσανάκαλε, Παμούκαλε, Ανδριανούπολη, Προύσα, Καπαδοκία, Πριγκηπονήσια, Σμύρνη, Αϊβαλί...και ξανά Instanbul.Γιατί δεν την χόρτασα.
Ρουμανία..δεν ξέρω.Αλλά σε youth exchange σίγουρα.Ας είναι καλά κι ο Νικολό.

Τρίτη 7 Ιουλίου 2009


Περίεργος ο χρόνος.
ο συγχρονισμός.
τόσα γεγονότα σε τόσο λίγες ώρες
σε μια μέρα.
και τόσο διαφορετικά.
Απόψε.
Μια φίλη θρηνεί
Μια φίλη ερωτεύεται
Απόψε.
Ο θάνατος ο θάνατος ο θάνατος
ο έρωτας ο έρωτας ο έρωτας
τι νύχτα
αισθάνομαι τόσο απροδιόριστα..
Μια κοπέλα γκρεμίζεται απόψε
πέθανε η μάνα της
και μια κοπέλα ερωτοτροπεί σε μια παραλία
τι είναι για κάθε μια τους η αποψινή βραδιά

και ένα ανεπαίσθητο αεράκι στο μπαλκόνι του τρίτου
μου φέρνει στα μάγουλα
αυτή τη τη θλίψη
και αυτό τον γλυκό γρήγορο χτύπο

τα έχω νιώσει και τα δύο
η αποψινή νύχτα μου θυμίζει και τα δύο

ο θάνατος
και ο έρωτας.
ο θάνατος
και η ζωή.
Τι είναι για την κάθε μια τους τώρα αυτή η ίδια στιγμή
πως θα τραβήξει για την καθεμιά τους αυτό το τόσο ίδιο βράδυ.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2009

"Η μοναξιά"
της Κατερίνας Γώγου

"Η μοναξιά,δεν έχει το θλιμένο χρώμα στα μάτια,της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα,κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών,και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών "καλών" καιρών,και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς,μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια,βοιδίσο βλέμα κοφτούς αναστεναγμούς,κι ασορτί εσώρουχα.

Η μοναξιά,Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά,και μετριέται πιάτο-πιάτο,μαζί με τα κομμάτια τους,στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά,Μπουρνάζι - Αγ. Βαρβάρα - Κοκκινιά,Τούμπα - Σταυρούπολη - Καλαμαριά,Κάτω από όλους τους καιρούς,με ιδρωμένο κεφάλι.

Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ΄αλυσίδες τα τζάμιακάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής,βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία,είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές,ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες,πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα,στα σκλαβοπάζαρα της γης - εδώ κοντά είναι η Κοτζιά-ξυπνήστε πρωί.
Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα,το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους,και τα τελευταία ατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ - ΚΕΝΤΡΟ -στα γατζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.

Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο,που ξεπουλάν τη φάρα της,χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο,κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της,ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.
Η μοναξιά,η μοναξιά μας λέω.
Για τη δική μας λέω,είναι τσεκούρι στα χέρια μας,που πάνω από τα κεφάλια σας
γυρίζει
γυρίζει
γυρίζει
γυρίζει..."


Η ποίηση της είναι καρφί στο σημερινό πολιτικό σκηνικό και κυρίως πνοή στο μπούκωμα που χωρίς να το καταλαβαίνουμε μας πνίγει..Όλοι ζούμε καθημερινά άλλοι αποδεχόμενοι ευχάριστα (απορώ..)την τρέχουσα κατάσταση, άλλοι γκρινιάζοντας λίγο κι ελάχιστοι φωνάζοντας ουσιαστικά.Όλοι πάντως αποδεχόμαστε.Παθητικά.
Θα μου πεις και τι θες να κάνω?Να βγω στους δρόμους?Να με μπουζουριάσουνε και να βλέπουν οι "άλλοι" απο την τηλεόραση αν το δείξει?Και?Μετά?Τι?
Πρώτη απο όλους εμένα μουτζώνω.Πιτσιρίκι έβγαινα πιο εύκολα στους δρόμους,τώρα όχι.Παραιτήθηκα.Κι είμαι ακόμα "πιτσιρίκι"..
Μα πόσο να φωνάξεις?
Πόσο να ουρλιάξεις?
Πόσες φορές να πεις Φτάνει πια!
Η αδικία με χτυπάει στο στομάχι...Υποφέρω, δεν αντέχω!
Πως μένουμε παθητικοί στα όσα συμβαίνουν?
Ζούμε τη χειρότερη δικτατορία.Επειδή τη βαφτίσαμε δημοκρατία.

Τρίτη 26 Μαΐου 2009

Στο παιδί

Το παιδί έτρεχε.Γελούσε όποτε ήθελε και όταν σοβάρευε ετοιμαζόταν να πει κάτι αλλά σιώπαινε και κατέβαζε το κεφάλι.Το τσουλούφι στα μαλλιά του ήταν η μόνη του έγνοια για την εμφάνιση του.Το άφηνε να πέφτει επιδέξια προς τη δεξιά πλευρά του προσώπου του και θύμωνε κάθε φορά που οι μεγάλοι του το χαλούσαν χαιδεύοντας τα μαλλιά του προς τα πίσω.
Το παιδί έβγαζε την παλάμη του ανοιχτή κάτω απο τη βροχή κι άφηνε τους βόλους του να βραχούν στο χώμα.Η μυρωδιά τους γινόταν φυσική κι αυτό του άρεσε.Το παιδί έπινε γάλα.Κάθε πρωί πριν πάει στο σχολείο έχωνε το κεφάλι του κάτω απο τη βρύση και το έπλενε βιαστικά.Θύμωνε με τους δασκάλους του,αγαπούσε τους συμμαθητές του.Για το παιδί όλα ήταν γεμάτα ζωή και η ζωή ήτανε μια.Ήθελε να πετάει αεροπλάνο και να δει όλα τα βουνά του κόσμου.Θεοποιούσε τους φανταστικούς ήρωες του και ονειρευόταν πως θα σώσει τον κόσμο.Φανταζόταν οτι το κορίτσι του ήταν αιχμάλωτο και πως έπρεπε να το σώσει.Και τότε σκαρφιζόταν χίλιους τρόπους για να γίνει ήρωας και να τη γλυτώσει απο τους κακούς.Το παιδί δεν ήξερε τι πρέπει.Ή τι δεν πρέπει.Του άρεσαν όλα τα γλυκά κι απεχθανόταν τις μελιτζάνες.Αγαπημένο χρώμα δεν είχε. Όταν το παιδί κουραζόταν ξάπλωνε στο γρασίδι κι αγκάλιαζε τη γη. Η αγαπημένη του μουσική ήταν μια απροσδιόριστη μελωδία στο μυαλό του και δεν μπορούσε να την τραγουδήσει σε κανέναν. Μπροστά στον καθρέφτη παραμόρφωνε το πρόσωπο του με τις αναρίθμητες εκφράσεις που έπαιρνε.Όταν όμως το έβγαζαν φωτογραφία δεν έκανε καμία γκριμάτσα.Το παιδί έτρεχε...