Τρίτη 7 Ιουλίου 2009


Περίεργος ο χρόνος.
ο συγχρονισμός.
τόσα γεγονότα σε τόσο λίγες ώρες
σε μια μέρα.
και τόσο διαφορετικά.
Απόψε.
Μια φίλη θρηνεί
Μια φίλη ερωτεύεται
Απόψε.
Ο θάνατος ο θάνατος ο θάνατος
ο έρωτας ο έρωτας ο έρωτας
τι νύχτα
αισθάνομαι τόσο απροδιόριστα..
Μια κοπέλα γκρεμίζεται απόψε
πέθανε η μάνα της
και μια κοπέλα ερωτοτροπεί σε μια παραλία
τι είναι για κάθε μια τους η αποψινή βραδιά

και ένα ανεπαίσθητο αεράκι στο μπαλκόνι του τρίτου
μου φέρνει στα μάγουλα
αυτή τη τη θλίψη
και αυτό τον γλυκό γρήγορο χτύπο

τα έχω νιώσει και τα δύο
η αποψινή νύχτα μου θυμίζει και τα δύο

ο θάνατος
και ο έρωτας.
ο θάνατος
και η ζωή.
Τι είναι για την κάθε μια τους τώρα αυτή η ίδια στιγμή
πως θα τραβήξει για την καθεμιά τους αυτό το τόσο ίδιο βράδυ.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2009

"Η μοναξιά"
της Κατερίνας Γώγου

"Η μοναξιά,δεν έχει το θλιμένο χρώμα στα μάτια,της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα,κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών,και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών "καλών" καιρών,και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς,μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια,βοιδίσο βλέμα κοφτούς αναστεναγμούς,κι ασορτί εσώρουχα.

Η μοναξιά,Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά,και μετριέται πιάτο-πιάτο,μαζί με τα κομμάτια τους,στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά,Μπουρνάζι - Αγ. Βαρβάρα - Κοκκινιά,Τούμπα - Σταυρούπολη - Καλαμαριά,Κάτω από όλους τους καιρούς,με ιδρωμένο κεφάλι.

Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ΄αλυσίδες τα τζάμιακάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής,βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία,είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές,ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες,πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα,στα σκλαβοπάζαρα της γης - εδώ κοντά είναι η Κοτζιά-ξυπνήστε πρωί.
Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα,το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους,και τα τελευταία ατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ - ΚΕΝΤΡΟ -στα γατζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.

Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο,που ξεπουλάν τη φάρα της,χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο,κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της,ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.
Η μοναξιά,η μοναξιά μας λέω.
Για τη δική μας λέω,είναι τσεκούρι στα χέρια μας,που πάνω από τα κεφάλια σας
γυρίζει
γυρίζει
γυρίζει
γυρίζει..."


Η ποίηση της είναι καρφί στο σημερινό πολιτικό σκηνικό και κυρίως πνοή στο μπούκωμα που χωρίς να το καταλαβαίνουμε μας πνίγει..Όλοι ζούμε καθημερινά άλλοι αποδεχόμενοι ευχάριστα (απορώ..)την τρέχουσα κατάσταση, άλλοι γκρινιάζοντας λίγο κι ελάχιστοι φωνάζοντας ουσιαστικά.Όλοι πάντως αποδεχόμαστε.Παθητικά.
Θα μου πεις και τι θες να κάνω?Να βγω στους δρόμους?Να με μπουζουριάσουνε και να βλέπουν οι "άλλοι" απο την τηλεόραση αν το δείξει?Και?Μετά?Τι?
Πρώτη απο όλους εμένα μουτζώνω.Πιτσιρίκι έβγαινα πιο εύκολα στους δρόμους,τώρα όχι.Παραιτήθηκα.Κι είμαι ακόμα "πιτσιρίκι"..
Μα πόσο να φωνάξεις?
Πόσο να ουρλιάξεις?
Πόσες φορές να πεις Φτάνει πια!
Η αδικία με χτυπάει στο στομάχι...Υποφέρω, δεν αντέχω!
Πως μένουμε παθητικοί στα όσα συμβαίνουν?
Ζούμε τη χειρότερη δικτατορία.Επειδή τη βαφτίσαμε δημοκρατία.

Τρίτη 26 Μαΐου 2009

Στο παιδί

Το παιδί έτρεχε.Γελούσε όποτε ήθελε και όταν σοβάρευε ετοιμαζόταν να πει κάτι αλλά σιώπαινε και κατέβαζε το κεφάλι.Το τσουλούφι στα μαλλιά του ήταν η μόνη του έγνοια για την εμφάνιση του.Το άφηνε να πέφτει επιδέξια προς τη δεξιά πλευρά του προσώπου του και θύμωνε κάθε φορά που οι μεγάλοι του το χαλούσαν χαιδεύοντας τα μαλλιά του προς τα πίσω.
Το παιδί έβγαζε την παλάμη του ανοιχτή κάτω απο τη βροχή κι άφηνε τους βόλους του να βραχούν στο χώμα.Η μυρωδιά τους γινόταν φυσική κι αυτό του άρεσε.Το παιδί έπινε γάλα.Κάθε πρωί πριν πάει στο σχολείο έχωνε το κεφάλι του κάτω απο τη βρύση και το έπλενε βιαστικά.Θύμωνε με τους δασκάλους του,αγαπούσε τους συμμαθητές του.Για το παιδί όλα ήταν γεμάτα ζωή και η ζωή ήτανε μια.Ήθελε να πετάει αεροπλάνο και να δει όλα τα βουνά του κόσμου.Θεοποιούσε τους φανταστικούς ήρωες του και ονειρευόταν πως θα σώσει τον κόσμο.Φανταζόταν οτι το κορίτσι του ήταν αιχμάλωτο και πως έπρεπε να το σώσει.Και τότε σκαρφιζόταν χίλιους τρόπους για να γίνει ήρωας και να τη γλυτώσει απο τους κακούς.Το παιδί δεν ήξερε τι πρέπει.Ή τι δεν πρέπει.Του άρεσαν όλα τα γλυκά κι απεχθανόταν τις μελιτζάνες.Αγαπημένο χρώμα δεν είχε. Όταν το παιδί κουραζόταν ξάπλωνε στο γρασίδι κι αγκάλιαζε τη γη. Η αγαπημένη του μουσική ήταν μια απροσδιόριστη μελωδία στο μυαλό του και δεν μπορούσε να την τραγουδήσει σε κανέναν. Μπροστά στον καθρέφτη παραμόρφωνε το πρόσωπο του με τις αναρίθμητες εκφράσεις που έπαιρνε.Όταν όμως το έβγαζαν φωτογραφία δεν έκανε καμία γκριμάτσα.Το παιδί έτρεχε...